- υποσχηματίζομαι
- Μ [σχηματίζομαι]προσποιούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποσχηματιζομένου — ὑποσχηματίζομαι pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχηματιζόμενοι — ὑποσχηματίζομαι pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχηματίζεσθαι — ὑποσχηματίζομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)